- διαφύσεως
- διαφύσεω̆ς , διάφυσιςgerminationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάφυση — η (Α διάφυσις) 1. το τμήμα τών μακρών οστών ανάμεσα στα δύο άκρα («ἐκ τῆς διαφύσεως τῶν τοῡ πήχεος ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. βλάστηση αρχ. 1. διχοτόμηση, κατανομή 2. ρωγμή σε βράχο 3. αρμός ανάμεσα στον κορμό και στο κλαδί 4. διαχωριστική γραμμή 5.… … Dictionary of Greek
ενδοχόνδριος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στους χόνδρους 2. φρ. «ενδοχόνδριο οστό» οστέινη ουσία που παράγεται από τον πυρήνα τής διαφύσεως τού οστού με ενδοχόνδρια οστέωση … Dictionary of Greek
οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών … Dictionary of Greek